- Αχερόντειος
- Ἀχερόντειος και -ιος και -ούσιος (θηλ. -οντιάς και -ουσιάς) (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχέροντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀχερόντειος — of Acheron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχεροντείαν — Ἀχεροντείᾱν , Ἀχερόντειος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)